- ἅψαι
- ἅπτωfastenperf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic)ἅπτωfastenaor imperat mid 2nd sgἅπτωfastenaor inf actἅψαῑ , ἅπτωfastenaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἇψαι — ἇ̱ψαι , ἅπτω fasten perf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσός — (I) ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α 1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα 2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία νεοελλ. αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει αρχ … Dictionary of Greek
φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ … Dictionary of Greek
περίαψαι — περΐαψαι , περιάπτω tie aor imperat mid 2nd sg περί̱αψαι , περιιάπτω wound all round perf ind mp 2nd sg περιιάπτω wound all round aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)